- κοιλιοδαίμων
- κοιλιοδαίμων, -ονος, ὁ, ή, κοιλιόδαιμον, τὸ (Α)(ως επίθ. παρασιτικού ανθρώπου) αυτός που έχει ως θεό την κοιλιά, κοιλιόδουλος («γάστρων και κοιλιόδαιμον ἄνθρωπε», Εύπολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δαίμων (πρβλ. βροτο-δαίμων, νεκυ-δαίμων)].
Dictionary of Greek. 2013.