κοιλιοδαίμων

κοιλιοδαίμων
κοιλιοδαίμων, -ονος, ὁ, ή, κοιλιόδαιμον, τὸ (Α)
(ως επίθ. παρασιτικού ανθρώπου) αυτός που έχει ως θεό την κοιλιά, κοιλιόδουλος («γάστρων και κοιλιόδαιμον ἄνθρωπε», Εύπολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δαίμων (πρβλ. βροτο-δαίμων, νεκυ-δαίμων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοιλιοδαίμων — one who makes a god of his belly masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλιοδαίμονα — κοιλιοδαίμων one who makes a god of his belly masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλιοδαίμονας — κοιλιοδαίμων one who makes a god of his belly masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλιόδαιμον — κοιλιοδαίμων one who makes a god of his belly masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού …   Dictionary of Greek

  • κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”